- ωτιατρική
- η, Νκλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο την θεραπεία τών νοσημάτων τών αφτιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ιατρική. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Πανελλην. συντροφ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.